- περικνήμιος
- -α, -ο / περικνήμιος -ον ΝΑνεοελλ.(μόνο το ουδ. ως ουσ.) το περικνήμιοπερίβλημα τής κνήμης, από δέρμα ή ύφασμα, που φοριέται από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, κυρίως από στρατιώτες, κυνηγούς, αγρότες, κν. γκέτααρχ.1. αυτός που φέρεται γύρω από την κνήμη2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περικνήμιατα σαρκώδη μέρη τής κνήμης, οι γάμπες.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κνήμιος / -ον (< κνήμη), πρβλ. αντι-κνήμιον].
Dictionary of Greek. 2013.